cap
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cap | caps |
cap (en)
- (ενδυμασία) το καπέλο
- προστατευτικό κάλυμμα
- το καπάκι
- σφράγισμα για δόντια
- η κορυφή ενός βουνού
- το ανώτερο τμήμα ενός μανιταριού
- μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμεύει για να προκαλέσει την έκρηξη μιας μεγαλύτερης ποσότητας
- (αργκό) η σφαίρα για να πυροβολήσεις κάποιον
- (μαθηματικά) το σύμβολο ∩ που δηλώνει την τομή δύο συνόλων
- ένα ανώτατο όριο
- κεφαλαίο γράμμα
- η συμμετοχή για έναν ποδοσφαιριστή σε διεθνή αγώνα, πχ με την εθνική ομάδα
- το κιονόκρανο
- (ΗΒ) το αντισυλληπτικό διάφραγμα
Ρήμα
| ενεστώτας | cap |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | caps |
| αόριστος | capped |
| παθητική μετοχή | capped |
| ενεργητική μετοχή | capping |
cap (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.