οθόνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οθόνη οι οθόνες
      γενική της οθόνης των οθονών
    αιτιατική την οθόνη τις οθόνες
     κλητική οθόνη οθόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

συνήθης γενική πληθυντικού: των οθόνων

Ετυμολογία

οθόνη < αρχαία ελληνική ὀθόνη

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈθo.ni/

Ουσιαστικό

οθόνη θηλυκό

  1. λευκή επιφάνεια από πανί, πλαστικό ή άλλο υλικό, κατάλληλη για να προβληθούν πάνω της από ειδική συσκευή εικόνες ή κινηματογραφικές ταινίες
  2. η επιφάνεια μιας συσκευής (π.χ. τηλεόρασης, μόνιτορ υπολογιστή) που αναπαράγει εικόνες
  3. (συνεκδοχικά) το μόνιτορ

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.