πώμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πώμα τα πώματα
      γενική του πώματος των πωμάτων
    αιτιατική το πώμα τα πώματα
     κλητική πώμα πώματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πώμα < αρχαία ελληνική πῶμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.ma/

Ουσιαστικό

πώμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.