καπακώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καπακώνω < καπάκ(ι) + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.paˈko.no/

Ρήμα

καπακώνω (παθητική φωνή: καπακώνομαι)

  1. καλύπτω με καπάκι ή με κάτι που μοιάζει μ’ αυτό
  2. (μεταφορικά) συγκαλύπτω, εξαπατώ

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.