καπάκωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καπάκωμα | τα | καπακώματα |
| γενική | του | καπακώματος | των | καπακωμάτων |
| αιτιατική | το | καπάκωμα | τα | καπακώματα |
| κλητική | καπάκωμα | καπακώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπάκωμα < καπακώ(νω) + -μα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈpa.ko.ma/
Μεταφράσεις
καπάκωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.