τουμπάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
τουμπάρω
- (αμετάβατο) αναποδογυρίζω μετά από τούμπα
- (μεταβατικό) πείθω κάποιον, του αλλάζω την αρχική του γνώμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.