καπακωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καπακωτός η καπακωτή το καπακωτό
      γενική του καπακωτού της καπακωτής του καπακωτού
    αιτιατική τον καπακωτό την καπακωτή το καπακωτό
     κλητική καπακωτέ καπακωτή καπακωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καπακωτοί οι καπακωτές τα καπακωτά
      γενική των καπακωτών των καπακωτών των καπακωτών
    αιτιατική τους καπακωτούς τις καπακωτές τα καπακωτά
     κλητική καπακωτοί καπακωτές καπακωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καπακωτός < καπακώ(νω) + -τός

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.pa.koˈtos/

Επίθετο

καπακωτός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.