ξεκαπακώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.ka.paˈko.no/
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεκαπακώνω | ξεκαπάκωνα | θα ξεκαπακώνω | να ξεκαπακώνω | ξεκαπακώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεκαπακώνεις | ξεκαπάκωνες | θα ξεκαπακώνεις | να ξεκαπακώνεις | ξεκαπάκωνε | |
| γ' ενικ. | ξεκαπακώνει | ξεκαπάκωνε | θα ξεκαπακώνει | να ξεκαπακώνει | ||
| α' πληθ. | ξεκαπακώνουμε | ξεκαπακώναμε | θα ξεκαπακώνουμε | να ξεκαπακώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεκαπακώνετε | ξεκαπακώνατε | θα ξεκαπακώνετε | να ξεκαπακώνετε | ξεκαπακώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεκαπακώνουν(ε) | ξεκαπάκωναν ξεκαπακώναν(ε) |
θα ξεκαπακώνουν(ε) | να ξεκαπακώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεκαπάκωσα | θα ξεκαπακώσω | να ξεκαπακώσω | ξεκαπακώσει | ||
| β' ενικ. | ξεκαπάκωσες | θα ξεκαπακώσεις | να ξεκαπακώσεις | ξεκαπάκωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεκαπάκωσε | θα ξεκαπακώσει | να ξεκαπακώσει | |||
| α' πληθ. | ξεκαπακώσαμε | θα ξεκαπακώσουμε | να ξεκαπακώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεκαπακώσατε | θα ξεκαπακώσετε | να ξεκαπακώσετε | ξεκαπακώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεκαπάκωσαν ξεκαπακώσαν(ε) |
θα ξεκαπακώσουν(ε) | να ξεκαπακώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεκαπακώσει | είχα ξεκαπακώσει | θα έχω ξεκαπακώσει | να έχω ξεκαπακώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεκαπακώσει | είχες ξεκαπακώσει | θα έχεις ξεκαπακώσει | να έχεις ξεκαπακώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεκαπακώσει | είχε ξεκαπακώσει | θα έχει ξεκαπακώσει | να έχει ξεκαπακώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεκαπακώσει | είχαμε ξεκαπακώσει | θα έχουμε ξεκαπακώσει | να έχουμε ξεκαπακώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεκαπακώσει | είχατε ξεκαπακώσει | θα έχετε ξεκαπακώσει | να έχετε ξεκαπακώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεκαπακώσει | είχαν ξεκαπακώσει | θα έχουν ξεκαπακώσει | να έχουν ξεκαπακώσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεκαπακώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.