ακαπάκωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακαπάκωτος | η | ακαπάκωτη | το | ακαπάκωτο |
| γενική | του | ακαπάκωτου | της | ακαπάκωτης | του | ακαπάκωτου |
| αιτιατική | τον | ακαπάκωτο | την | ακαπάκωτη | το | ακαπάκωτο |
| κλητική | ακαπάκωτε | ακαπάκωτη | ακαπάκωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακαπάκωτοι | οι | ακαπάκωτες | τα | ακαπάκωτα |
| γενική | των | ακαπάκωτων | των | ακαπάκωτων | των | ακαπάκωτων |
| αιτιατική | τους | ακαπάκωτους | τις | ακαπάκωτες | τα | ακαπάκωτα |
| κλητική | ακαπάκωτοι | ακαπάκωτες | ακαπάκωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακαπάκωτος < α- + καπακώ(νω) + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kaˈpa.ko.tos/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καπάκι
Μεταφράσεις
ακαπάκωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.