οπλαρχηγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπλαρχηγός οι οπλαρχηγοί
      γενική του οπλαρχηγού των οπλαρχηγών
    αιτιατική τον οπλαρχηγό τους οπλαρχηγούς
     κλητική οπλαρχηγέ οπλαρχηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπλαρχηγός < όπλ(ο) + αρχηγός (μαρτυρείται από το 1825)

Προφορά

ΔΦΑ : /o.plaɾ.çiˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οπλαρχηγός

Ουσιαστικό

οπλαρχηγός αρσενικό

  • (ιστορία) αρχηγός ομάδας ενόπλων κατά την ελληνική επανάσταση του 1821

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.