τάπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τάπα | οι | τάπες |
| γενική | της | τάπας | — | |
| αιτιατική | την | τάπα | τις | τάπες |
| κλητική | τάπα | τάπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τάπα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τάπα θηλυκό
- το πώμα
- (μεταφορικά, αθλητισμός) στο μπάσκετ: η ενέργεια όπου ένας παίκτης, συνήθως αμυντικός, σταματά στον αέρα την προσπάθεια αντιπάλου κατά την οποία έχει σουτάρει προς το καλάθι και η μπάλα βρίσκεται σε ανοδική τροχιά προς αυτό
- (μεταφορικά) η αποστομωτική απάντηση
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο χαρακτηρισμός για πολύ κοντό άνθρωπο
- ※ […] με αποτέλεσμα να μείνω, όπως κι οι περισσότεροι συνομήλικοί μου, κοντός σαν τάπα.
- Περικλής Σφυρίδης, Διηγήματα, 1997-2002, εισαγωγή-επιλογή: Αλέξης Ζήρας (Αθήνα: Καστανιώτης, 2005, ISBN 960-03-3964-3), σ. 302. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-09-22.
- ※ […] με αποτέλεσμα να μείνω, όπως κι οι περισσότεροι συνομήλικοί μου, κοντός σαν τάπα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.