ψυγείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψυγείο | τα | ψυγεία |
| γενική | του | ψυγείου | των | ψυγείων |
| αιτιατική | το | ψυγείο | τα | ψυγεία |
| κλητική | ψυγείο | ψυγεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_05.jpg.webp)
Οικιακό ψυγείο.
Ετυμολογία
- ψυγείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψυγεῖον (παγωνιέρα) < ψύχω (κρυώνω κάτι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /psiˈʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐γεί‐ο
Ουσιαστικό
ψυγείο ουδέτερο
- (συσκευή) συσκευή για την συντήρηση φαγητού μέσω ψύξης, συνήθως ηλεκτρική
- ↪ βάλε τη μακαρονάδα στο ψυγείο αν δεν τη θέλεις τώρα
- ειδικό φορτηγό το οποίο μεταφέρει κρέατα απ' το σφαγείο στον τόπο πώλησής τους
- πλοίο ειδικού τύπου.
- (αυτοκίνητο) ειδικός μηχανισμός ο οποίος διατηρεί την ψύξη στη μηχανή των αυτοκινήτων
- (μεταφορικά)
- ψυχρός χώρος
- ↪ το δωμάτιο αυτό είναι ψυγείο
- η ψυχρή αντίδραση ή ατμόσφαιρα
- ψυχρός χώρος
Εκφράσεις
Συγγενικά
- αεροψυγείο
- ευρωψυγείο
- ψυγειάκι (υποκοριστικό)
- ψυγειοκαταψύκτης
- ψύγω
- ψύκτης
→ και δείτε τη λέξη ψύχω
-
ψυγείο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ψυγείο
|
Πηγές
- ψυγείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.