ψυγείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυγείο τα ψυγεία
      γενική του ψυγείου των ψυγείων
    αιτιατική το ψυγείο τα ψυγεία
     κλητική ψυγείο ψυγεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Οικιακό ψυγείο.

Ετυμολογία

ψυγείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψυγεῖον (παγωνιέρα) < ψύχω (κρυώνω κάτι)

Προφορά

ΔΦΑ : /psiˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυγείο

Ουσιαστικό

ψυγείο ουδέτερο

  1. (συσκευή) συσκευή για την συντήρηση φαγητού μέσω ψύξης, συνήθως ηλεκτρική
    βάλε τη μακαρονάδα στο ψυγείο αν δεν τη θέλεις τώρα
  2. ειδικό φορτηγό το οποίο μεταφέρει κρέατα απ' το σφαγείο στον τόπο πώλησής τους
  3. πλοίο ειδικού τύπου.
  4. (αυτοκίνητο) ειδικός μηχανισμός ο οποίος διατηρεί την ψύξη στη μηχανή των αυτοκινήτων
  5. (μεταφορικά)
    1. ψυχρός χώρος
      το δωμάτιο αυτό είναι ψυγείο
    2. η ψυχρή αντίδραση ή ατμόσφαιρα

Εκφράσεις

  • στο ψυγείο: ζήτημα που σκόπιμα παραμένει στάσιμο
    είναι μια δημοσιογραφική έρευνα που μπήκε στο ψυγείο, έμεινε αδημοσίευτη και η υπόθεση θάφτηκε

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψύχω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.