καρβουνιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρβουνιάρης οι καρβουνιάρηδες
      γενική του καρβουνιάρη των καρβουνιάρηδων
    αιτιατική τον καρβουνιάρη τους καρβουνιάρηδες
     κλητική καρβουνιάρη καρβουνιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αρσενικός καρβουνιάρης (αναπαραγωγικό πτέρωμα).

Ετυμολογία

καρβουνιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρβουνιάρης < κάρβουνο(ν) < κάρβων < λατινική carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (καίω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.vuˈɲa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρβουνιάρης

Ουσιαστικό

καρβουνιάρης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) (θηλυκό καρβουνιάρισσα)
    1. ο πωλητής κάρβουνου ή άνθρακα,
    2. ο κατασκευαστής ξυλανθράκων
    3. θερμαστής, βοηθός θερμαστή ατμοπλοίων
    4. βοηθός οδηγού ατμομηχανής
    5. (συνεκδοχικά, μεταφορικά) πολύ αργό τρένο
  2. (πτηνό) μικρόσωμο πουλί (Phoenicurus ochruros) της οικογένειας των Τσιχλών
     συνώνυμα: κοκκινονούρης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.