πορτρέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πορτρέτο | τα | πορτρέτα |
| γενική | του | πορτρέτου | των | πορτρέτων |
| αιτιατική | το | πορτρέτο | τα | πορτρέτα |
| κλητική | πορτρέτο | πορτρέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πορτρέτο < (άμεσο δάνειο) γαλλική portrait < μέση γαλλική portraict / pourtraict < portraire < λατινική protraho < pro + traho < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tragʰ-
Ουσιαστικό
πορτρέτο ουδέτερο
- η προσωπογραφία, ζωγραφική ή φωτογραφική απεικόνιση ενός ανθρώπου, ιδιαίτερα του προσώπου
- (μεταφορικά) η απεικόνιση μιας κατάστασης με τον λόγο ή την εικόνα
- Ο συγγραφέας μάς δίνει ένα ικανοποιητικό πορτρέτο της μεσοπολεμικής εποχής.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.