καρμπόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καρμπόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική carbone < λατινική carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (καίω) ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά papier carbone)

Ουσιαστικό

καρμπόν ουδέτερο άκλιτο

  1. ειδικό χαρτί αλειμμένο με μελάνι, που χρησίμευε στην παραγωγή αντιγράφων (χειρόγραφων ή στη γραφομηχανή)
     συνώνυμα: αποτυπωτικό χαρτί
  2. (μεταφορικά) που μοιάζει πολύ με κάτι άλλο
     συνώνυμα: απομίμηση, αντίγραφο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.