καρμπόν
Νέα ελληνικά (el)

καρμπόν, αποτυπωτικό χαρτί
Ετυμολογία
- καρμπόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική carbone < λατινική carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (καίω) ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά papier carbone)
Ουσιαστικό
καρμπόν ουδέτερο άκλιτο
- ειδικό χαρτί αλειμμένο με μελάνι, που χρησίμευε στην παραγωγή αντιγράφων (χειρόγραφων ή στη γραφομηχανή)
- (μεταφορικά) που μοιάζει πολύ με κάτι άλλο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάρβουνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.