καρβουνέμπορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρβουνέμπορος οι καρβουνέμποροι
      γενική του καρβουνέμπορου
& καρβουνεμπόρου
των καρβουνέμπορων
& καρβουνεμπόρων
    αιτιατική τον καρβουνέμπορο τους καρβουνέμπορους
& καρβουνεμπόρους
     κλητική καρβουνέμπορε καρβουνέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρβουνέμπορος < κάρβουν(ο) + -έμπορος

Ουσιαστικό

καρβουνέμπορος αρσενικό

Συνώνυμα

  • ανθρακέμπορος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.