ανησυχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανησυχία οι ανησυχίες
      γενική της ανησυχίας των ανησυχιών
    αιτιατική την ανησυχία τις ανησυχίες
     κλητική ανησυχία ανησυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανησυχία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ανησυχία θηλυκό

  1. συναίσθημα ελαφριού άγχους και φόβου για την κατάσταση κάποιου, την κατάληξη ενός γεγονότος κλπ.
    οι ερωτηθέντες εξέφρασαν βαθιά ανησυχία για την οικονομική κατάσταση της χώρας
  2. φροντίδα, κάτι που με νοιάζει, κάτι για το οποίο ανησυχώ
    τα παιδιά στην εφηβική ηλικία έχουν πολλές ανησυχίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.