καρβουνόσκονη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρβουνόσκονη οι καρβουνόσκονες
      γενική της καρβουνόσκονης των καρβουνόσκονων
    αιτιατική την καρβουνόσκονη τις καρβουνόσκονες
     κλητική καρβουνόσκονη καρβουνόσκονες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρβουνόσκονη < κάρβουν(ο) + -ό- + σκόνη

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.vuˈno.sko.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρβουνόσκονη

Ουσιαστικό

καρβουνόσκονη θηλυκό

  • σκόνη κάρβουνων
      Καμαρωτά ο μηχανοδηγός, ακουμπισμένος με τους αγκώνες στο περβάζι του παραθύρου, πρόσφερε τον εαυτό του σαν συμπλήρωμα στο εντυπωσιακό θέαμα της μηχανής. Και παραπίσω ο θερμαστής, κατάμαυρος απ' την καρβουνόσκονη και την κάπνα, μ' ένα μαντήλι δεμένο στον λαιμό, που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις το χρώμα του.
    Ζαφείρης Αλεξιάδης, Αλήμπεη, Αλεξανδρούπολη: Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, 2007. σελ. 173

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.