καρβουναποθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρβουναποθήκη | οι | καρβουναποθήκες |
| γενική | της | καρβουναποθήκης | των | καρβουναποθηκών |
| αιτιατική | την | καρβουναποθήκη | τις | καρβουναποθήκες |
| κλητική | καρβουναποθήκη | καρβουναποθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καρβουναποθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.