καρβουνιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρβουνιάρικος | η | καρβουνιάρικη | το | καρβουνιάρικο |
| γενική | του | καρβουνιάρικου | της | καρβουνιάρικης | του | καρβουνιάρικου |
| αιτιατική | τον | καρβουνιάρικο | την | καρβουνιάρικη | το | καρβουνιάρικο |
| κλητική | καρβουνιάρικε | καρβουνιάρικη | καρβουνιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρβουνιάρικοι | οι | καρβουνιάρικες | τα | καρβουνιάρικα |
| γενική | των | καρβουνιάρικων | των | καρβουνιάρικων | των | καρβουνιάρικων |
| αιτιατική | τους | καρβουνιάρικους | τις | καρβουνιάρικες | τα | καρβουνιάρικα |
| κλητική | καρβουνιάρικοι | καρβουνιάρικες | καρβουνιάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καρβουνιάρικος < καρβουνιάρης + -ικος
Επίθετο
καρβουνιάρικος
- που έχει σχέση με τον καρβουνιάρη ή τα κάρβουνα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) καρβουνιάρικο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάρβουνο
Μεταφράσεις
καρβουνιάρικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.