καρβουνιάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρβουνιάρικος η καρβουνιάρικη το καρβουνιάρικο
      γενική του καρβουνιάρικου της καρβουνιάρικης του καρβουνιάρικου
    αιτιατική τον καρβουνιάρικο την καρβουνιάρικη το καρβουνιάρικο
     κλητική καρβουνιάρικε καρβουνιάρικη καρβουνιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρβουνιάρικοι οι καρβουνιάρικες τα καρβουνιάρικα
      γενική των καρβουνιάρικων των καρβουνιάρικων των καρβουνιάρικων
    αιτιατική τους καρβουνιάρικους τις καρβουνιάρικες τα καρβουνιάρικα
     κλητική καρβουνιάρικοι καρβουνιάρικες καρβουνιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρβουνιάρικος < καρβουνιάρης + -ικος

Επίθετο

καρβουνιάρικος

  1. που έχει σχέση με τον καρβουνιάρη ή τα κάρβουνα ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καρβουνιάρικο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.