charbon
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| charbon | charbons |
charbon (fr) αρσενικό
- το κάρβουνο
- (τεχνολογία) το καρβουνάκι
- η αγγαρεία, η δουλειά που κανείς δεν θέλει να κάνει
- il faut que j'aille au charbon - πρέπει να πάω να κάνω μια αγγαρεία
Συγγενικά
- charbonner
- charbonné
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.