καρμπονάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρμπονάρος οι καρμπονάροι
      γενική του καρμπονάρου των καρμπονάρων
    αιτιατική τον καρμπονάρο τους καρμπονάρους
     κλητική καρμπονάρε καρμπονάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρμπονάρος < ιταλική carbonaro < λατινική carbonarius < carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (καίω)

Ουσιαστικό

καρμπονάρος αρσενικό

  1. (παρωχημένο) καρβουνιάρης
  2. (ιστορία) μέλος ιταλικής επαναστατικής οργάνωσης (που ονομάστηκε έτσι, επειδή αρχικά κρύβοταν σε καλύβες καρβουνιάρηδων)
    Μυστικές επαναστατικές οργανώσεις σε όλη την ήπειρο διεκδικούν ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη και προετοιμάζουν εξεγέρσεις. Στην Ιταλία, η αδελφότητα των πατριωτών καρμπονάρων πρωτοστατεί στις επαναστάσεις ζητώντας την απελευθέρωση και την ένωση της κατακερματισμένης Ιταλίας. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.