καρβουνάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρβουνάκι | τα | καρβουνάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καρβουνάκι | τα | καρβουνάκια |
| κλητική | καρβουνάκι | καρβουνάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρβουνάκι < κάρβουνο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
καρβουνάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό για το κάρβουνο
- μικρό στρογγυλό κάρβουνο που χρησιμοποιείται για να καίει το λιβάνι στο θυμιατό
- ψήκτρα
- εξάρτημα από γραφίτη, που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει το ηλεκτρικό ρεύμα σε κινητά μέρη
Μεταφράσεις
καρβουνάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.