απανθρακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απανθρακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απανθρακώνω
Ρήμα
απανθρακώνομαι, στ.μέλλ.: θα απανθρακωθώ, αόρ.: απανθρακώθηκα, μτχ.π.π.: απανθρακωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.