κοντύλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοντύλι | τα | κοντύλια |
| γενική | του | κοντυλιού | των | κοντυλιών |
| αιτιατική | το | κοντύλι | τα | κοντύλια |
| κλητική | κοντύλι | κοντύλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοντύλι < μεσαιωνική ελληνική κοντύλι(ν) < ελληνιστική κοινή κονδύλιον < αρχαία ελληνική κόνδυλος < κονδός < κοντός < κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-
Προφορά
- ΔΦΑ : /konˈdi.li/
Ουσιαστικό
κοντύλι ουδέτερο
Συγγενικά
- κόνδυλος
- κονδυλώδης
- κονδύλωμα
- κοντυλένιος
- κοντυλιά / κονδυλιά
- Κοντυλιά
- → δείτε τις λέξεις κονδύλι και κοντός
Σύνθετα
- κονδυλόρριζος
- κοντυλογραμμένος
- κοντυλοφόρος / κονδυλοφόρος
- μονοκοντυλιά / μονοκονδυλιά
- χρυσοκοντυλιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.