καρμπονάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρμπονάρα | οι | καρμπονάρες |
| γενική | της | καρμπονάρας | των | καρμποναρών |
| αιτιατική | την | καρμπονάρα | τις | καρμπονάρες |
| κλητική | καρμπονάρα | καρμπονάρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

καρμπονάρα
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾ.boˈna.ɾa/
Ουσιαστικό
καρμπονάρα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάρβουνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.