καρβουνιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καρβουνιάζω < κάρβουνο + -ιάζω

Ρήμα

καρβουνιάζω

  1. κάνω κάτι κάρβουνο καίγοντάς το ή σαν κάρβουνο
  2. καίω κάτι ψήνοντάς το
  3. με κάρβουνο κάνω μουντζούρες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.