συνεξετάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνεξετάστρια | οι | συνεξετάστριες |
| γενική | της | συνεξετάστριας | των | συνεξεταστριών |
| αιτιατική | τη | συνεξετάστρια | τις | συνεξετάστριες |
| κλητική | συνεξετάστρια | συνεξετάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεξετάστρια < συνεξεταστής + -τρια
Μεταφράσεις
συνεξετάστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.