ακριβοεξετάζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακριβοεξετάζω | ακριβοεξέταζα | θα ακριβοεξετάζω | να ακριβοεξετάζω | ακριβοεξετάζοντας | |
| β' ενικ. | ακριβοεξετάζεις | ακριβοεξέταζες | θα ακριβοεξετάζεις | να ακριβοεξετάζεις | ακριβοεξέταζε | |
| γ' ενικ. | ακριβοεξετάζει | ακριβοεξέταζε | θα ακριβοεξετάζει | να ακριβοεξετάζει | ||
| α' πληθ. | ακριβοεξετάζουμε | ακριβοεξετάζαμε | θα ακριβοεξετάζουμε | να ακριβοεξετάζουμε | ||
| β' πληθ. | ακριβοεξετάζετε | ακριβοεξετάζατε | θα ακριβοεξετάζετε | να ακριβοεξετάζετε | ακριβοεξετάζετε | |
| γ' πληθ. | ακριβοεξετάζουν(ε) | ακριβοεξέταζαν ακριβοεξετάζαν(ε) |
θα ακριβοεξετάζουν(ε) | να ακριβοεξετάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακριβοεξέτασα | θα ακριβοεξετάσω | να ακριβοεξετάσω | ακριβοεξετάσει | ||
| β' ενικ. | ακριβοεξέτασες | θα ακριβοεξετάσεις | να ακριβοεξετάσεις | ακριβοεξέτασε | ||
| γ' ενικ. | ακριβοεξέτασε | θα ακριβοεξετάσει | να ακριβοεξετάσει | |||
| α' πληθ. | ακριβοεξετάσαμε | θα ακριβοεξετάσουμε | να ακριβοεξετάσουμε | |||
| β' πληθ. | ακριβοεξετάσατε | θα ακριβοεξετάσετε | να ακριβοεξετάσετε | ακριβοεξετάστε | ||
| γ' πληθ. | ακριβοεξέτασαν ακριβοεξετάσαν(ε) |
θα ακριβοεξετάσουν(ε) | να ακριβοεξετάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ακριβοεξετάσει | είχα ακριβοεξετάσει | θα έχω ακριβοεξετάσει | να έχω ακριβοεξετάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ακριβοεξετάσει | είχες ακριβοεξετάσει | θα έχεις ακριβοεξετάσει | να έχεις ακριβοεξετάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ακριβοεξετάσει | είχε ακριβοεξετάσει | θα έχει ακριβοεξετάσει | να έχει ακριβοεξετάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακριβοεξετάσει | είχαμε ακριβοεξετάσει | θα έχουμε ακριβοεξετάσει | να έχουμε ακριβοεξετάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ακριβοεξετάσει | είχατε ακριβοεξετάσει | θα έχετε ακριβοεξετάσει | να έχετε ακριβοεξετάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακριβοεξετάσει | είχαν ακριβοεξετάσει | θα έχουν ακριβοεξετάσει | να έχουν ακριβοεξετάσει |
| |
Μεταφράσεις
ακριβοεξετάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.