εξέταστρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξέταστρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εξέταστρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει κάποιος για να συμμετάσχει σε εξετάσεις
    μα είναι δυνατόν τα δίδακτρα να είναι λιγότερα από τα εξέταστρα;

Σημειώσεις

  • αν και δεν συνηθίζεται, προφορικά χρησιμοποιείται και ο ενικός εξέταστρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.