συνεξέταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνεξέταση | οι | συνεξετάσεις |
| γενική | της | συνεξέτασης* | των | συνεξετάσεων |
| αιτιατική | τη | συνεξέταση | τις | συνεξετάσεις |
| κλητική | συνεξέταση | συνεξετάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συνεξετάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεξέταση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συνεξέταση θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συνεξέταση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.