ανεξέταστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεξέταστος η ανεξέταστη το ανεξέταστο
      γενική του ανεξέταστου της ανεξέταστης του ανεξέταστου
    αιτιατική τον ανεξέταστο την ανεξέταστη το ανεξέταστο
     κλητική ανεξέταστε ανεξέταστη ανεξέταστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεξέταστοι οι ανεξέταστες τα ανεξέταστα
      γενική των ανεξέταστων των ανεξέταστων των ανεξέταστων
    αιτιατική τους ανεξέταστους τις ανεξέταστες τα ανεξέταστα
     κλητική ανεξέταστοι ανεξέταστες ανεξέταστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεξέταστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνεξέταστος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + εξετασ- (εξετάζω) + -τος.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.neˈkse.ta.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανεξέταστος

Επίθετο

ανεξέταστος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη εξετάζω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.