επανεξετάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
επανεξετάζω
- εξετάζω κάτι ξανά, ιδιαίτερα μετά από μια περίοδο αδράνειας σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα ή προκειμένου να αναθεωρηθεί μια αρχική γνώμη ή απόφαση
η επιτροπή απέρριψε την αίτηση του ενδιαφερόμενου, εκείνος όμως επέμεινε ζητώντας να επανεξετάσουν το αίτημά του
Μεταφράσεις
επανεξετάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.