εξεταστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εξεταστήριο | τα | εξεταστήρια |
| γενική | του | εξεταστηρίου & εξεταστήριου |
των | εξεταστηρίων |
| αιτιατική | το | εξεταστήριο | τα | εξεταστήρια |
| κλητική | εξεταστήριο | εξεταστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξεταστήριο < εξετάζω
Ουσιαστικό
εξεταστήριο ουδέτερο
- ο χώρος ή το κτίριο που γίνονται εξετάσεις
- (ειδικότερα) ο μερικά ή πλήρως απομονωμένος χώρος σε γραφείο γιατρού που περιέχει τα απαραίτητα για να εξετάζεται ο ασθενής
- το εξεταστήριο χωριζόταν από το υπόλοιπο γραφείο μόνο με ένα χαμηλό παραβάν
Μεταφράσεις
εξεταστήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.