μετεξεταστέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετεξεταστέος | η | μετεξεταστέα | το | μετεξεταστέο |
| γενική | του | μετεξεταστέου | της | μετεξεταστέας | του | μετεξεταστέου |
| αιτιατική | τον | μετεξεταστέο | τη | μετεξεταστέα | το | μετεξεταστέο |
| κλητική | μετεξεταστέε | μετεξεταστέα | μετεξεταστέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετεξεταστέοι | οι | μετεξεταστέες | τα | μετεξεταστέα |
| γενική | των | μετεξεταστέων | των | μετεξεταστέων | των | μετεξεταστέων |
| αιτιατική | τους | μετεξεταστέους | τις | μετεξεταστέες | τα | μετεξεταστέα |
| κλητική | μετεξεταστέοι | μετεξεταστέες | μετεξεταστέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετεξεταστέος < μετεξετάζω + -τέος
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.te.kse.taˈste.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τε‐ξε‐τα‐στέ‐ος
Επίθετο
μετεξεταστέος, -α, -ο
- (εκπαίδευση) που αφορά σπουδαστή (μαθητή, φοιτητή κ.λπ.) που δεν πέρασε κάποιο μάθημα και πρέπει να εξεταστεί πάλι, σε άλλη εξεταστική περίοδο, προκειμένου να προαχθεί σε επόμενη εκπαιδευτική βαθμίδα
Συνώνυμα
Ουσιαστικό
μετεξεταστέος αρσενικό (θηλυκό μετεξεταστέα)
- (εκπαίδευση) αυτός που πρόκειται να μετεξεταστεί
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- μετεξεταστέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.