ἐτάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐτάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἐτάζω
- ερευνώ, εξετάζω, δοκιμάζω
- υποβάλλω σε δοκιμασία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 410d @scaife.perseus
- ἐνιαυτὸς δὲ καὶ ἔτος κινδυνεύει ἕν τι εἶναι. τὸ γὰρ τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα ἐν μέρει ἕκαστον προάγον εἰς φῶς καὶ αὐτὸ ἐν αὑτῷ ἐξετάζον, τοῦτο, ὥσπερ ἐν τοῖς πρόσθεν τὸ τοῦ Διὸς ὄνομα δίχα διῃρημένον οἱ μὲν Ζῆνα, οἱ δὲ Δία ἐκάλουν, οὕτω καὶ ἐνταῦθα οἱ μὲν ἐνιαυτόν, ὅτι ἐν ἑαυτῷ, οἱ δὲ ἔτος, ὅτι ἐτάζει·
- ※ 3ος/2ος αιώνας πκε ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Γένεσις, κεφ. 12.17, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- καὶ ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ περὶ Σόρας τῆς γυναικὸς
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 410d @scaife.perseus
Συγγενικά
- ἀνετάζω
- ἀνεξέταστος
- ἀντεξέτασις
- ἀντεξεταστικός
- ἀντεξετάζω
- ἀντιπαρεξετάζω
- διεξετάζω
- ἐκπετάζω
- κατεξετάζω
- ἐπεξετάζω
- εὐεξέταστος
- κατεξετάζω
- παρετάζω
- παρεξετάζω
- προεξετάζω
- προσεξετάζω
- συνεξεταστής
- συνεξετάζω
- → και δείτε τη λέξη ἐξετάζω
Πηγές
- ἐτάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐτάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.