συνεξετάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνεξετάζω < αρχαία ελληνική συνεξετάζω
Ρήμα
συνεξετάζω (παθητική φωνή: συνεξετάζομαι)
Συγγενικά
- συνεξεταζόμενος
- συνεξέταση
- συνεξεταστής
- συνεξετάστρια
- → δείτε τις λέξεις συν και εξετάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνεξετάζω | συνεξέταζα | θα συνεξετάζω | να συνεξετάζω | συνεξετάζοντας | |
| β' ενικ. | συνεξετάζεις | συνεξέταζες | θα συνεξετάζεις | να συνεξετάζεις | συνεξέταζε | |
| γ' ενικ. | συνεξετάζει | συνεξέταζε | θα συνεξετάζει | να συνεξετάζει | ||
| α' πληθ. | συνεξετάζουμε | συνεξετάζαμε | θα συνεξετάζουμε | να συνεξετάζουμε | ||
| β' πληθ. | συνεξετάζετε | συνεξετάζατε | θα συνεξετάζετε | να συνεξετάζετε | συνεξετάζετε | |
| γ' πληθ. | συνεξετάζουν(ε) | συνεξέταζαν συνεξετάζαν(ε) |
θα συνεξετάζουν(ε) | να συνεξετάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνεξέτασα | θα συνεξετάσω | να συνεξετάσω | συνεξετάσει | ||
| β' ενικ. | συνεξέτασες | θα συνεξετάσεις | να συνεξετάσεις | συνεξέτασε | ||
| γ' ενικ. | συνεξέτασε | θα συνεξετάσει | να συνεξετάσει | |||
| α' πληθ. | συνεξετάσαμε | θα συνεξετάσουμε | να συνεξετάσουμε | |||
| β' πληθ. | συνεξετάσατε | θα συνεξετάσετε | να συνεξετάσετε | συνεξετάστε | ||
| γ' πληθ. | συνεξέτασαν συνεξετάσαν(ε) |
θα συνεξετάσουν(ε) | να συνεξετάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνεξετάσει | είχα συνεξετάσει | θα έχω συνεξετάσει | να έχω συνεξετάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνεξετάσει | είχες συνεξετάσει | θα έχεις συνεξετάσει | να έχεις συνεξετάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνεξετάσει | είχε συνεξετάσει | θα έχει συνεξετάσει | να έχει συνεξετάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνεξετάσει | είχαμε συνεξετάσει | θα έχουμε συνεξετάσει | να έχουμε συνεξετάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνεξετάσει | είχατε συνεξετάσει | θα έχετε συνεξετάσει | να έχετε συνεξετάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνεξετάσει | είχαν συνεξετάσει | θα έχουν συνεξετάσει | να έχουν συνεξετάσει |
| |
Μεταφράσεις
συνεξετάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.