ανεξεταστέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεξεταστέος | η | ανεξεταστέα | το | ανεξεταστέο |
| γενική | του | ανεξεταστέου | της | ανεξεταστέας | του | ανεξεταστέου |
| αιτιατική | τον | ανεξεταστέο | την | ανεξεταστέα | το | ανεξεταστέο |
| κλητική | ανεξεταστέε | ανεξεταστέα | ανεξεταστέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεξεταστέοι | οι | ανεξεταστέες | τα | ανεξεταστέα |
| γενική | των | ανεξεταστέων | των | ανεξεταστέων | των | ανεξεταστέων |
| αιτιατική | τους | ανεξεταστέους | τις | ανεξεταστέες | τα | ανεξεταστέα |
| κλητική | ανεξεταστέοι | ανεξεταστέες | ανεξεταστέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεξεταστέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ανεξεταστέος, -α, -ο
- (εκπαίδευση) (για μαθητή ή φοιτητή) που χρειάζεται να περάσει πρόσθετες εξετάσεις
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανεξεταστέος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.