ανεξέταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανεξέταση | οι | ανεξετάσεις |
| γενική | της | ανεξέτασης* | των | ανεξετάσεων |
| αιτιατική | την | ανεξέταση | τις | ανεξετάσεις |
| κλητική | ανεξέταση | ανεξετάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανεξετάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανεξέταση < ανα- + εξέταση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réexamen)
Μεταφράσεις
ανεξέταση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.