εξεταστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξεταστικός η εξεταστική το εξεταστικό
      γενική του εξεταστικού της εξεταστικής του εξεταστικού
    αιτιατική τον εξεταστικό την εξεταστική το εξεταστικό
     κλητική εξεταστικέ εξεταστική εξεταστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξεταστικοί οι εξεταστικές τα εξεταστικά
      γενική των εξεταστικών των εξεταστικών των εξεταστικών
    αιτιατική τους εξεταστικούς τις εξεταστικές τα εξεταστικά
     κλητική εξεταστικοί εξεταστικές εξεταστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξεταστικός < αρχαία ελληνική ἐξεταστικός < ἐξετάζω

Επίθετο

εξεταστικός, -ή, -ό

  1. που είναι μέρος μιας εξέτασης
    εξεταστική περίοδος
  2. που συμβάλλει σε μια εξέταση
    εξεταστικό βλέμμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.