εξεταστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξεταστής | οι | εξεταστές |
| γενική | του | εξεταστή | των | εξεταστών |
| αιτιατική | τον | εξεταστή | τους | εξεταστές |
| κλητική | εξεταστή | εξεταστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξεταστής < αρχαία ελληνική ἐξεταστής < ἐξετάζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική examinateur)
Ουσιαστικό
εξεταστής αρσενικό (θηλυκό: εξετάστρια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.