επανεξεταστέος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανεξεταστέος η επανεξεταστέα το επανεξεταστέο
      γενική του επανεξεταστέου της επανεξεταστέας του επανεξεταστέου
    αιτιατική τον επανεξεταστέο την επανεξεταστέα το επανεξεταστέο
     κλητική επανεξεταστέε επανεξεταστέα επανεξεταστέο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανεξεταστέοι οι επανεξεταστέες τα επανεξεταστέα
      γενική των επανεξεταστέων των επανεξεταστέων των επανεξεταστέων
    αιτιατική τους επανεξεταστέους τις επανεξεταστέες τα επανεξεταστέα
     κλητική επανεξεταστέοι επανεξεταστέες επανεξεταστέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επανεξεταστέος < επαν- + εξεταστέος[1]

Επίθετο

επανεξεταστέος, -α, -ο

Συγγενικά

Ουσιαστικό

επανεξεταστέος αρσενικό (θηλυκό επανεξεταστέα)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.