επανεξεταστέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επανεξεταστέος | η | επανεξεταστέα | το | επανεξεταστέο |
| γενική | του | επανεξεταστέου | της | επανεξεταστέας | του | επανεξεταστέου |
| αιτιατική | τον | επανεξεταστέο | την | επανεξεταστέα | το | επανεξεταστέο |
| κλητική | επανεξεταστέε | επανεξεταστέα | επανεξεταστέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επανεξεταστέοι | οι | επανεξεταστέες | τα | επανεξεταστέα |
| γενική | των | επανεξεταστέων | των | επανεξεταστέων | των | επανεξεταστέων |
| αιτιατική | τους | επανεξεταστέους | τις | επανεξεταστέες | τα | επανεξεταστέα |
| κλητική | επανεξεταστέοι | επανεξεταστέες | επανεξεταστέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επανεξεταστέος < επαν- + εξεταστέος[1]
Επίθετο
επανεξεταστέος, -α, -ο
- (γενικότερα) υποψήφιος που χρειάζεται να διαγωνιστεί, να εξεταστεί ξανά, εκ νέου
- (ειδικότερα, εκπαίδευση) συνώνυμο του μετεξεταστέος και ανεξεταστέος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επανεξεταστέος
|
|
Αναφορές
- επανεξεταστέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.