εξετάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξετάστρια | οι | εξετάστριες |
| γενική | της | εξετάστριας | των | εξεταστριών |
| αιτιατική | την | εξετάστρια | τις | εξετάστριες |
| κλητική | εξετάστρια | εξετάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.