εξετασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξετασμένος | η | εξετασμένη | το | εξετασμένο |
| γενική | του | εξετασμένου | της | εξετασμένης | του | εξετασμένου |
| αιτιατική | τον | εξετασμένο | την | εξετασμένη | το | εξετασμένο |
| κλητική | εξετασμένε | εξετασμένη | εξετασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξετασμένοι | οι | εξετασμένες | τα | εξετασμένα |
| γενική | των | εξετασμένων | των | εξετασμένων | των | εξετασμένων |
| αιτιατική | τους | εξετασμένους | τις | εξετασμένες | τα | εξετασμένα |
| κλητική | εξετασμένοι | εξετασμένες | εξετασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξετασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξετάζω, εξετάζομαι
Μεταφράσεις
εξετασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.