ιεροεξεταστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιεροεξεταστής οι ιεροεξεταστές
      γενική του ιεροεξεταστή των ιεροεξεταστών
    αιτιατική τον ιεροεξεταστή τους ιεροεξεταστές
     κλητική ιεροεξεταστή ιεροεξεταστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιεροεξεταστής < Ιερά Εξέταση

Ουσιαστικό

ιεροεξεταστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.