αριστερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριστερός η αριστερή
& αριστερά
το αριστερό
      γενική του αριστερού της αριστερής
& αριστεράς
του αριστερού
    αιτιατική τον αριστερό την αριστερή
& αριστερά
το αριστερό
     κλητική αριστερέ αριστερή
& αριστερά
αριστερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριστεροί οι αριστερές τα αριστερά
      γενική των αριστερών των αριστερών των αριστερών
    αιτιατική τους αριστερούς τις αριστερές τα αριστερά
     κλητική αριστεροί αριστερές αριστερά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.
Το θηλυκά αριστερά, περισσότερο ως ουσιαστικό.
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αριστερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀριστερός < ἄρισ(τος) + -τερός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾi.steˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αριστερός

Επίθετο

αριστερός, -ή / -ά, -ό

  1. που βρίσκεται στα αριστερά
     συνώνυμα: ζερβός (λαϊκότροπο), ευώνυμος αρχαιοπρεπές
     αντώνυμα: δεξής, δεξιός
  2. (πολιτική) που υποστηρίζει την πολιτική αριστερά, σοσιαλιστής ή κομμουνιστής
     δείτε  και το ουσιαστικοποιημένο
  3. (συνεκδοχικά) ο αριστερόχειρας

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη άριστος

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

αριστερός αρσενικό

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. αριστερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.