αριστερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αριστερίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
αριστερίζω
- παρουσιάζω ιδεολογική τάση προς τον αριστερό πολιτικό χώρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αριστερίζω | αριστέριζα | θα αριστερίζω | να αριστερίζω | αριστερίζοντας | |
| β' ενικ. | αριστερίζεις | αριστέριζες | θα αριστερίζεις | να αριστερίζεις | αριστέριζε | |
| γ' ενικ. | αριστερίζει | αριστέριζε | θα αριστερίζει | να αριστερίζει | ||
| α' πληθ. | αριστερίζουμε | αριστερίζαμε | θα αριστερίζουμε | να αριστερίζουμε | ||
| β' πληθ. | αριστερίζετε | αριστερίζατε | θα αριστερίζετε | να αριστερίζετε | αριστερίζετε | |
| γ' πληθ. | αριστερίζουν(ε) | αριστέριζαν αριστερίζαν(ε) |
θα αριστερίζουν(ε) | να αριστερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αριστέρισα | θα αριστερίσω | να αριστερίσω | αριστερίσει | ||
| β' ενικ. | αριστέρισες | θα αριστερίσεις | να αριστερίσεις | αριστέρισε | ||
| γ' ενικ. | αριστέρισε | θα αριστερίσει | να αριστερίσει | |||
| α' πληθ. | αριστερίσαμε | θα αριστερίσουμε | να αριστερίσουμε | |||
| β' πληθ. | αριστερίσατε | θα αριστερίσετε | να αριστερίσετε | αριστερίστε | ||
| γ' πληθ. | αριστέρισαν αριστερίσαν(ε) |
θα αριστερίσουν(ε) | να αριστερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αριστερίσει | είχα αριστερίσει | θα έχω αριστερίσει | να έχω αριστερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αριστερίσει | είχες αριστερίσει | θα έχεις αριστερίσει | να έχεις αριστερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αριστερίσει | είχε αριστερίσει | θα έχει αριστερίσει | να έχει αριστερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αριστερίσει | είχαμε αριστερίσει | θα έχουμε αριστερίσει | να έχουμε αριστερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αριστερίσει | είχατε αριστερίσει | θα έχετε αριστερίσει | να έχετε αριστερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αριστερίσει | είχαν αριστερίσει | θα έχουν αριστερίσει | να έχουν αριστερίσει |
| |
Μεταφράσεις
αριστερίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.