ἄριστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἄριστος | ἡ | ἀρίστη | τὸ | ἄριστον |
| γενική | τοῦ | ἀρίστου | τῆς | ἀρίστης | τοῦ | ἀρίστου |
| δοτική | τῷ | ἀρίστῳ | τῇ | ἀρίστῃ | τῷ | ἀρίστῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἄριστον | τὴν | ἀρίστην | τὸ | ἄριστον |
| κλητική ὦ! | ἄριστε | ἀρίστη | ἄριστον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἄριστοι | αἱ | ἄρισται | τὰ | ἄριστᾰ |
| γενική | τῶν | ἀρίστων | τῶν | ἀρίστων | τῶν | ἀρίστων |
| δοτική | τοῖς | ἀρίστοις | ταῖς | ἀρίσταις | τοῖς | ἀρίστοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀρίστους | τὰς | ἀρίστᾱς | τὰ | ἄριστᾰ |
| κλητική ὦ! | ἄριστοι | ἄρισται | ἄριστᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρίστω | τὼ | ἀρίστᾱ | τὼ | ἀρίστω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρίστοιν | τοῖν | ἀρίσταιν | τοῖν | ἀρίστοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἄριστος, -η, -ον [ᾰ] (υπερθετικός βαθμός του ἀγαθός)
Παράγωγα
- ἄριστα
- ἀρίστως
Πηγές
- ἄριστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄριστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.