αριστερόχειρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αριστερόχειρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀριστερόχειρ (αρσενικό)
Ουσιαστικό
αριστερόχειρ αρσενικό ή θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀριστερόχειρ)
- (λόγιο) αριστερόχειρας
- → δείτε και τα επίθετα αριστερόχειρος και αριστερόχερος
Πηγές
- αριστερόχειρ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.