αριστεροδέξιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριστεροδέξιος η αριστεροδέξια το αριστεροδέξιο
      γενική του αριστεροδέξιου της αριστεροδέξιας του αριστεροδέξιου
    αιτιατική τον αριστεροδέξιο την αριστεροδέξια το αριστεροδέξιο
     κλητική αριστεροδέξιε αριστεροδέξια αριστεροδέξιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριστεροδέξιοι οι αριστεροδέξιες τα αριστεροδέξια
      γενική των αριστεροδέξιων των αριστεροδέξιων των αριστεροδέξιων
    αιτιατική τους αριστεροδέξιους τις αριστεροδέξιες τα αριστεροδέξια
     κλητική αριστεροδέξιοι αριστεροδέξιες αριστεροδέξια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αριστεροδέξιος < αριστερός + -ο- + δεξιός

Επίθετο

αριστεροδέξιος, -α, -ο

  1. που χειρίζεται (εξίσου) καλά και το αριστερό και το δεξί χέριπόδι)
     συνώνυμα: αμφιδέξιος
  2. (πολιτική) (ειρωνικό) ψευτοαριστερός που κατά βάθος έχει άλλες πολιτικές απόψεις και πρακτική (π.χ. δεξιά)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.